Τα τελευταία χρόνια, με την κρίση να ξεσπά πάνω στη χώρα και να σαρώνει βεβαιότητες και συνήθεις πρακτικές, το ζήτημα της εφαρμοζόμενης φαρμακευτικής πολιτικής ανήλθε στις πρώτες θέσεις της πολιτικής ατζέντας. Επρόκειτο για αναπόφευκτη εξέλιξη, μιας και οι συνέπειες μιας σειράς λανθασμένων πολιτικών στο χώρο της οικονομίας επί τρεις συνεχείς δεκαετίες άφησαν το σημάδι τους και στον ευαίσθητο χώρο του φαρμάκου.
Η αντίδραση της ΠΕΦ όλα αυτά τα χρόνια υπαγορευόταν από την κατανόηση τόσο της δύσκολης πραγματικότητας, ειδικά με το ξέσπασμα της κρίσης, όσο και της άμεσης ανάγκης εξορθολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης. Με αίσθημα ευθύνης αλλά και τεκμηριωμένα επιχειρήματα, οι εκπρόσωποί της καταθέτουν επί σειρά ετών ένα σύνολο προτάσεων που περιλαμβάνουν μέτρα όπως μηχανογράφηση και έλεγχο της υπερσυνταγογράφησης, συγκράτηση της υποκατάστασης παλαιών φαρμάκων από νέα ακριβότερα, λίστα με τιμές αναφοράς και ασφαλιστική τιμή. Τέτοια ισοδύναμα μέτρα είχαν σκοπό να καταστήσουν σαφές ότι, αντίθετα από το να θεωρείται η γενεσιουργός αιτία του προβλήματος, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία αποτελεί τη λύση στο πρόβλημα της φαρμακευτικής δαπάνης.
Τους τελευταίους μήνες, η λυσσαλέα επιμονή της Τρόικας να επιβάλλει το μέτρο της συνταγογράφησης βάσει της δραστικής χωρίς τη δυνατότητα αναγραφής της εμπορικής ονομασίας του σκευάσματος μάς δημιουργεί μια θλιβερή έκπληξη και όλο και μεγαλύτερες υποψίες. Στο πλαίσιο μιας ζοφερής πραγματικότητας, όπου το μόνο στοιχείο ελπίδας είναι η προσήλωση με κάθε κόστος στο αίτημα της ανάπτυξης, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα μέτρο που αποδεδειγμένα θα έχει δυσμενέστατες συνέπειες στην ελληνική οικονομία και στη δημόσια Υγεία. Καταρχάς, όχι μόνο θα αφήσει αλώβητη τη δαπάνη για τα προστατευμένα με πατέντο εισαγόμενα φάρμακα, αλλά θα οδηγήσει στη συνολική αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης. Και αυτό θα συμβεί, γιατί οι γιατροί προτιμούν να συνταγογραφούν ένα φάρμακο που γνωρίζουν και εμπιστεύονται αντί κάποιας δραστικής ουσίας με άγνωστη αποτελεσματικότητα, που θα χορηγηθεί από τον φαρμακοποιό με μόνο κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή. Αυτό έχει σαν συνέπεια τη στροφή της συνταγογράφησης, για τις ίδιες ενδείξεις, σε νεώτερα, προστατευμένα με πατέντο ακριβότερα φάρμακα όπου εμπορική ονομασία και δραστική συμπίπτουν. Επιπλέον, η συνταγογράφηση με δραστική ανοίγει τις πύλες σε αμφίβολης ποιότητας προϊόντα που παράγονται σε χώρες χαμηλού κόστους με μόνο κριτήριο την χαμηλότερη τιμή. Μπορούμε να φανταστούμε τις προεκτάσεις του προβλήματος και τις συνέπειες για τη δημόσια Υγεία, αρκεί να αναλογιστούμε ότι το θέμα της ποιότητας και η διακίνηση πλαστών φαρμάκων κυριαρχούν στην ατζέντα χωρών με πολύ προηγμένα συστήματα ελέγχου. Και ας μην παραλείψουμε να αναφερθούμε στην αδικαιολόγητη υποβάθμιση της ποιότητας της θεραπείας των ασθενών λόγω των συνεχών αλλαγών των φαρμάκων, βάσει του τι χορηγεί κάθε φορά το φαρμακείο. Η επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος, αρμοδιότητα και ευθύνη του θεράποντος γιατρού, περνάει στο φαρμακοποιό, γεγονός που τελικά θα υπονομεύσει το θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Τέλος, το μέτρο προοιωνίζεται τη διάλυση της εγχώριας παραγωγής φαρμάκων. Καμία εγχώρια παραγωγική μονάδα δεν μπορεί να συναγωνιστεί τους μεγαλοεισαγωγείς γενοσήμων, με τη χαρακτηριστική απουσία επενδύσεων στη χώρα και φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών. Οι τελευταίοι, εφαρμόζοντας dumping τιμών, θα εξοντώσουν σταδιακά τον εγχώριο ανταγωνισμό, θα εγκαταστήσουν ολιγοπώλιο και θα εδραιώσουν την πλήρη εξάρτηση από τα εισαγόμενα φάρμακα και τον αφελληνισμό της φαρμακευτικής αγοράς.
Καλούμε, λοιπόν, τους υπεύθυνους να ικανοποιήσουν την εξής απορία μας: αν το αίτημα της επιθυμητής εξοικονόμησης ήδη ικανοποιείται μέσω του μέτρου της αποζημίωσης με τη φθηνότερη δραστική – όπως έδειξε η πιλοτική εφαρμογή του σε δέκα δραστικές, στο πλαίσιο της οποίας επετράπη η παράλληλη αναγραφή της εμπορικής ονομασίας- τότε, ποιο είναι το όφελος που προσδοκάται με την εφαρμογή της αποκλειστικής συνταγογράφησης της δραστικής ουσίας; Και αν το διατυπώσουμε διαφορετικά, ποιοι είναι αυτοί που πραγματικά θα ωφεληθούν;